τριέτη

τριέτη
τριέτης
of
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τριέτης
of
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τριέτης
of
masc/fem acc sg (attic epic doric)
τριέτης
of
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριετῆ — τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • ASOPUS — I. ASOPUS fluv. Asiae, una cum Lyco fluv. Laodiceam urbem praeterfluens. Alius Boeotiae, Asopo. Cephisi fluv. ramus, qui ex Cithaerone monte profluens, agtumque Thebanum irrigans, a Plateensi decidit, ipsasque Thebas praeterlaens, Plateas, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • τρίκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον τριετῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καρπός (πρβλ. μυριό καρπος)] …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Βαλασόπουλος, Ιωάννης — (19ος αι.). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής με το κόμμα του Δημήτριου Βούλγαρη. Στην κυβέρνηση του 1873 διετέλεσε υπουργός Παιδείας, ενώ νωρίτερα είχε χρηματίσει και υπουργός Εξωτερικών για δύο… …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”